- φωτοελαστικομετρία
- η, Νφυσ. οπτική μέθοδος μελέτης τής κατανομής και τού μεγέθους τών τάσεων ή τών παραμορφώσεων που εκδηλώνονται σε στερεό υποκείμενο σε δεδομένες καταπονήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photoelasticimetrie < φωτ(ο)-* + ελαστικός + -μετρία*].
Dictionary of Greek. 2013.