φωτοελαστικομετρία

φωτοελαστικομετρία
η, Ν
φυσ. οπτική μέθοδος μελέτης τής κατανομής και τού μεγέθους τών τάσεων ή τών παραμορφώσεων που εκδηλώνονται σε στερεό υποκείμενο σε δεδομένες καταπονήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photoelasticimetrie < φωτ(ο)-* + ελαστικός + -μετρία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωτοελαστικομετρικός — ή, ό, Ν [φωτοελαστικομετρία] φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοελαστικομετρία («φωτοελαστικομετρικές παρατηρήσεις») …   Dictionary of Greek

  • πολωσι(ο)σκόπιο — και πολωσκόπιο, το, Ν φυσ. διάταξη με τη βοήθεια τής οποίας διαπιστώνεται αν ορισμένο φως είναι φυσικό ή πολωμένο και η οποία βρίσκει εφαρμογή στη φωτοελαστικομετρία για τον εντοπισμό και τον υπολογισμό τών εσωτερικών μηχανικών τάσεων που… …   Dictionary of Greek

  • φωτοελαστικότητα — Φαινόμενο που οφείλεται στις διαταραχές μιας φωτεινής ακτίνας, όταν διασχίζει ένα σώμα που καταπονείται μηχανικά. Η φ. εξαρτάται από το γεγονός ότι ένα οπτικά ισότροπο σώμα, δηλαδή με τις ίδιες οπτικές ιδιότητες, οποιαδήποτε και αν είναι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”